- ανενεργησία
- η (AM ἀνενεργησία)1. η απραξία, η αδράνεια2. Θεολ. η αποφυγή της πολυπραγμοσύνης, η χριστιανική γαλήνη και ηρεμίαμσν.η έλλειψη αποτελεσματικότητας, η αδυναμίααρχ.η έλλειψη άσκησης, προετοιμασίας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνενεργησία — ἀνενεργησίᾱ , ἀνενεργησία want of exercise fem nom/voc/acc dual ἀνενεργησίᾱ , ἀνενεργησία want of exercise fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνενεργησίᾳ — ἀνενεργησίᾱͅ , ἀνενεργησία want of exercise fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνενεργησίας — ἀνενεργησίᾱς , ἀνενεργησία want of exercise fem acc pl ἀνενεργησίᾱς , ἀνενεργησία want of exercise fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνενεργησίαν — ἀνενεργησίᾱν , ἀνενεργησία want of exercise fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνενεργησίαις — ἀνενεργησία want of exercise fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
«АРЕОПАГИТИКИ» — [лат. Сorpus Areopagiticum Ареопагитский корпус], собрание богословских текстов на греч. языке, приписывавшееся св. Дионисию Ареопагиту. Проблема авторства Сборник, получивший название «А.», до нач. VI в. не был известен. Впервые вслед за Севиром … Православная энциклопедия